- σιαμαίος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαίαο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι δίδυμοι» ή «σιαμαία δίδυμα»(τερατολ.) i) (ειδικά) δίδυμα άρρενα από το Σιάμ που για πρώτη φορά γεννήθηκαν ενωμένα στο στήθος, στο επίπεδο τής ξιφοειδούς απόφυσης τού στέρνου, το 1811, από Κινέζους γονείςii) (γενικά) βιώσιμα δίδυμα που γεννιούνται συνενωμένα και, συχνά, μοιράζονται ορισμένα όργανα κατά μήκος τού κορμού, με ομόλογα τμήματα τού σώματός τους, ή εμπρός, πλαγίως ή πίσω από το κεφάλιβ) «σιαμαία γάτα» ή «γάτα τού Σιάμ»ζωολ. πολύ γνωστή φυλή γάτας με κοντό τρίχωμα, επίμηκες και λυγερό σώμα, λεπτά άκρα και μακριά, λεπτή ουρά, φυλή που επιλέχθηκε για πρώτη φορά στο Σιάμ, τη σημερινή Ταϊλάνδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σιάμ + κατάλ. -αίος (πρβλ. Ευρωπ-αίος)].
Dictionary of Greek. 2013.